Μάρδας Δημήτρης |
Οι όποιες εναπομείνασες εμμονές των πολιτικών της γειτονικής χώρας περί της μοναδικότητας της γλώσσας που χρησιμοποιούν και περί του Μακεδονικού έθνους, αν και αποτελούν παραφωνία στην όλη προσπάθεια ομαλοποίησης των διμερών μας σχέσεων φέρουν στη μνήμη μας τις συσσωρευμένες κακοτεχνίες δεκαετιών που διαμόρφωσαν διεθνώς ένα καθεστώς για τη FYROM, μέσω της μη λύσης του προβλήματος.
Η Σλαβική «πονηράδα» συνοδευόμενη από την παραβίαση κύριων άρθρων της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας (1995-2002)», με την ανοχή φυσικά των ελληνικών κυβερνήσεων, έδειξε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 τις προθέσεις των Σκοπίων για τη μη επίλυση των διαφορών μας. Αυτές ήταν τρείς, το όνομα, η γλώσσα και το έθνος. Δεν ήταν λοιπόν μόνο μια η διαφορά όπως καταγράφεται στην «Ενδιάμεση Συμφωνία» και στις αποφάσεις του ΟΗΕ 845 και 817 του 1993, και αυτό από δική μας πάλι αμέλεια. Οι οποιεσδήποτε προς επίλυση διαφορές όφειλαν να είναι σαφώς διατυπωμένες και ρητά γραμμένες παντού.
Οι αλυτρωτικές διαθέσεις με τις οποίες γαλουχήθηκε ο λαός αυτής της χώρας από την εποχή της εξέγερσης του Ίλιντεν (1903) εύλογα θα εκλείψουν από τα σχολικά βιβλία, τις εθνικές και ιδιωτικές εξωτερικές πολιτικές, σύμφωνα με τις προβλέψεις της νέας Συμφωνίας. Αυτό έπρεπε βέβαια να είχε ολοκληρωθεί το 2002 επί της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας,» κάτι που πάλι δεν έγινε.
Κι ενώ δεν εφαρμόστηκαν πολλοί κύριοι όροι της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» στο χρόνο που έπρεπε (ως το Δεκέμβριο του 2002), η Βουλή των Ελλήνων κύρωσε τον Μάιο του 2003 τη Συμφωνία Σύνδεσης FYROM με την ΕΕ!. Εκεί χάθηκε η τελευταία ευκαιρία για διόρθωση των όποιων δικών μας λαθών.
Βέβαια το ξερίζωμα των αλυτρωτικών τάσεων και της πλαστογράφησης της ιστορίας δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς κεντρικός πυρήνας αναπαραγωγής τους παραμένουν οι εκεί παραδόσεις, τα έθιμα, οι μύθοι, η οικογένεια, το σχολείο και το κοινωνικό περιβάλλον.
Αν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ήταν ο κυρίαρχος παράγοντας προσδιορισμού της προέλευσης της γλώσσας και του έθνους των γειτόνων μας, τότε θα είχαμε κλείσει το επίμαχο αυτό πρόβλημα τριάντα χρόνια πριν. Δυστυχώς όμως οι μεταβλητές που επηρεάζουν τη λύση του είναι πολύ περισσότερες.
Ως προς τη διαβόητη «Μακεδονική γλώσσα», οι γλωσσολόγοι ορθά υποστηρίζουν ότι το ιδίωμα που χρησιμοποιείται από τους πολίτες της FYROM ανήκει στις δυτικοβουλγαρικές διαλέκτους. Ως βάση της είναι λοιπόν η Βουλγαρική η οποία διανθίζεται με στοιχεία της Σερβικής γλώσσας.
Παρόλα αυτά, η «Μακεδονική γλώσσα» ως εφεύρημα μιας άλλης εποχής αναγνωρίστηκε –και λόγω δικών μας παραλείψεων που δε σβήνονται με μονοκονδυλιές– από τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ κ.ά. κατά το απώτερο παρελθόν. Αν και αυτή η στρέβλωση διορθώνεται κατά πολύ με τη Συμφωνία των Πρεσπών, παρόλα αυτά θα είναι σκόπιμο να διερευνηθούν κατά την ενταξιακή πορεία της χώρας στην ΕΕ εξειδικεύσεις, που δίνουν έμφαση στην τωρινή διάσταση του θέματος αυτού.
Ειδικότερα, έχοντας υπόψη το Άρθρο 7, παρ.4 της Συμφωνίας των Πρεσπών όπου σημειώνεται ότι η γλώσσα είναι η «Μακεδονική που ανήκει στην ομάδα των Νοτιοσλαβικών γλωσσών», θα μπορούσε να εξεταστεί μια άλλη επιλογή κατά την πορεία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με την οποία στα γραπτά κείμενα η γλώσσα θα αναφέρεται ως «Μακεδονική (Νοτιοσλαβική). Η πρόταση αυτή δεν αλλάζει φυσικά τα γραφόμενα στη Συμφωνία και είναι απόλυτα συμβατή με τη ρηματική διακοίνωση των Σκοπίων της 16ης Ιανουαρίου 2019, αναφορικά με τη γλώσσα.
Ως προς τις απόψεις περί «Μακεδονικού Έθνους» ή οτιδήποτε άλλο έχει γεννήσει ο γνωστός αλυτρωτισμός των γειτόνων, εδώ επισημαίνεται το εξής. Καταρχάς η αποδοχή για πρώτη φορά της εν λόγω γλώσσας, ως Σλαβικής, κόβει τις όποιες θέσεις για ύπαρξη Μακεδονικού Έθνους στη Νότια Βαλκανική, δεδομένου ότι η γλώσσα αποτελεί κύριο συστατικό στοιχείο προσδιορισμού ενός Έθνους.
Η συγκεκριμένη γλώσσα ομιλείται σε μια περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας και δεν έχει την παραμικρή σχέση με την Μακεδονική διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας.
Επιπλέον στα έγγραφα της Επιτροπής της ΕΕ (Βλ. Πολιτική Περιφερειακής Ανάπτυξης) υφίστανται οι όροι Μακεδονία και Μακεδόνας, που εύλογα αναφέρονται στην Ελλάδα. Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, πρέπει να διατυπώνεται ρητά σε γραπτά κείμενα όλη η πρόταση όπως διατυπώνεται στο Άρθρο 1 παρ.3α της Συμφωνίας αναφορικά με την ιθαγένεια. Αυτή ορίζεται ως «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας». Διαφορετικά παραβιάζεται η Συμφωνία, και διαιωνίζεται η ήδη υφιστάμενη σύγχυση ανάμεσα στους «Μακεδόνες» και «Πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας».
Εφόσον η βέλτιστη συμφωνία χάθηκε λόγω ακατάλληλων χειρισμών, γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων και συσσωρευμένων δικών μας λαθών διαχρονικά, μια δεύτερη το δυνατόν καλύτερη επιλογή καλείται να καλύψει τα κενά αδράνειας, στο όνομα της συνύπαρξης με την γειτονική χώρα.
Τέλος, με τη βοήθεια της νέας Συμφωνίας μπορούν πλέον να διορθωθούν πολλά που δεν αγγίζονταν ως αδιανόητα εδώ και δεκαετίες. Όλα αυτά θα πραγματοποιηθούν κατά την πορεία ολοκλήρωσης των 35 Κεφαλαίων που αφορούν στη διαδικασία ένταξης της χώρας αυτής στην ΕΕ. Ενδεικτικά σημειώνεται το εξής:
Έχοντας υπόψη τις ενταξιακές διαδικασίες άλλων κρατών, το κεφάλαιο 26 που αναφέρεται στα κριτήρια της ένταξης στην ΕΕ στο χώρο της Παιδείας και του Πολιτισμού, μπορεί να αναδείξει, εκτός των άλλων, την ιστορία και τον πολιτισμό των νότιων περιοχών της υποψήφιας χώρας. Εκεί, σε διάφορες περιοχές αλλοιώθηκαν μνημεία παλαιότερων εποχών (Βυζαντίου κ.λπ) στο όνομα του γνωστού αλυτρωτισμού και της αλλαγής της ιστορίας.
Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι σε μια διεθνή Συμφωνία ή κατά την ενταξιακή διαδικασία ενός υποψήφιου κράτους στην ΕΕ, κερδίζει η χώρα που επιμένει στην πιστή εφαρμογή όλων των θετικών για την ίδια προβλέψεων.
Μια Συμφωνία που θα ικανοποιούσε πλήρως το ένα μέρος αφήνοντας ανικανοποίητο το δεύτερο θα είχε βραχυχρόνια ισχύ σύμφωνα με την παγκόσμια εμπειρία. Η δημιουργία λοιπόν ενός καθεστώτος νικητή-ηττημένου στις διεθνείς σχέσεις δε λύνει προβλήματα, απλά τα επανεμφανίζει στο μέλλον πολύ δριμύτερα συχνά, (Βλ. Συνθήκη Βερσαλλιών, 1919).
Ουδείς θα ήθελε να βλέπει τη χρήση του ονόματος της «Μακεδονίας» και ό,τι αυτό συνεπάγεται από το γειτονικό μας κράτος. Η επιλογή όμως αυτή χάθηκε μέσα από τις δικές μας αστοχίες δεκαετιών, τη δειλία της εξωτερικής πολιτικής, την αναβλητικότητα των μεταπολεμικών κυβερνήσεων κι αν όχι την υποκρισία. Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα καθεστώς, με δεδομένα που οδηγούν πια στην επίτευξη μιας εφικτής και όχι της βέλτιστής λύσης.
Η πρόταξη της θέσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον στρατάρχη Τίτο της περιόδου 1950-1960, κατά την οποία «Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε στο θέμα της Μακεδονίας» όχι απλά δεν έλυσε το πρόβλημα, αλλά οδήγησε στη θεμελίωση διεθνώς του ονόματος «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ο χρόνος είναι κυρίαρχο φίλτρο επίλυσης επίμαχων ζητημάτων. Όταν χάνεται ο κατάλληλος-άριστος χρόνος, τότε εύλογα συσσωρεύονται ζημίες. Η μετάθεση των προβλημάτων έχει δείξει κατ’ επανάληψη ότι δεν οδηγεί στις βέλτιστες λύσεις αλλά σε δεύτερες καλύτερες επιλογές, που λαμβάνουν αναγκαστικά υπόψη δυο δεδομένα: Τις εκάστοτε στρατηγικές επιλογές και τα εμπόδια-περιορισμούς που πολλαπλασιάζονται μέσα στο χρόνο, ως αποτέλεσμα αδέξιων χειρισμών ή ακόμη εσκεμμένα λανθασμένων αλλά δυσδιάκριτων ενεργειών της εξωτερικής πολιτικής κατά τις παλαιότερες εποχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου